κατακρίνει — κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against aor subj act 3rd sg (epic) κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against pres ind mp 2nd sg κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
осоужати — ОСОУЖА|ТИ (161), Ю, ѤТЬ гл. 1.Осуждать, порицать: Аште хочеши мѹчьны˫а болѣзни гонезнути. то никогоже не оклеветаи ни осѹжаи. Изб 1076, 72 об.; съборъ блаженыихъ оц҃ь… осѹжаѥть повелѣваѧ. не быти мьнѥ трии поставлѧющиихъ. (κατακρίνει) КЕ XII,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
осоудити — ОСОУ|ДИТИ (176), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Осудить, выразить порицание: Осѹженѹ быти неже осѹдити. ни же поносити ѡбраштѧюштѫсѧ отъ || грѣхъ. (μὴ… κατακρίνειν) Изб 1076, 103–104; аще ѹбо ѹмъ ѡсѹдить зълобѹ. а ѡправьдить добрѹ дѣтель. то правѣ сѹдилъ ѥсть.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμομφος — ἄμομφος, ον (Α) [μομφή] 1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος 2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει … Dictionary of Greek
επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ … Dictionary of Greek
κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος … Dictionary of Greek
κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… … Dictionary of Greek
κατακριτής — κατακριτής, ὁ (Μ) [κατακρίνω] αυτός που κατακρίνει … Dictionary of Greek
μωμεπιρρίπτης — μωμεπιρρίπτης, ὁ (Μ) αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου, που κατακρίνει, αποδοκιμάζει ή και επιπλήττει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + ἐπιρρίπτω] … Dictionary of Greek
μωμητικός — μωμητικός, ή, όν (Α) [μωμητής] αυτός που κατακρίνει, που ψέγει … Dictionary of Greek