κατακρινεῖ

κατακρινεῖ
κατακρῐνεῖ , κατακρίνω
give as sentence against
aor subj pass 3rd sg (epic)
κατακρῐνεῖ , κατακρίνω
give as sentence against
fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)
κατακρῐνεῖ , κατακρίνω
give as sentence against
fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακρίνει — κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against aor subj act 3rd sg (epic) κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against pres ind mp 2nd sg κατακρί̱νει , κατακρίνω give as sentence against pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • осоужати — ОСОУЖА|ТИ (161), Ю, ѤТЬ гл. 1.Осуждать, порицать: Аште хочеши мѹчьны˫а болѣзни гонезнути. то никогоже не оклеветаи ни осѹжаи. Изб 1076, 72 об.; съборъ блаженыихъ оц҃ь… осѹжаѥть повелѣваѧ. не быти мьнѥ трии поставлѧющиихъ. (κατακρίνει) КЕ XII,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • осоудити — ОСОУ|ДИТИ (176), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Осудить, выразить порицание: Осѹженѹ быти неже осѹдити. ни же поносити ѡбраштѧюштѫсѧ отъ || грѣхъ. (μὴ… κατακρίνειν) Изб 1076, 103–104; аще ѹбо ѹмъ ѡсѹдить зълобѹ. а ѡправьдить добрѹ дѣтель. то правѣ сѹдилъ ѥсть.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άμομφος — ἄμομφος, ον (Α) [μομφή] 1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος 2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει …   Dictionary of Greek

  • επιτιμητής — ὁ (και θηλ. επιτιμήτρια) (Α ἐπιτιμητής) [επιτιμώ] ο κατήγορος, αυτός που ψέγει, που κατακρίνει («ὡς ούπιτιμητής γε τῶν ἔργων βαρύς», Αισχύλ.) αρχ. 1. εκτιμητής («νῡν δέ αὑτοὶ ἦσαν καὶ βασανισταὶ καὶ ἐπιτιμηταί τῶν σφίσιν αὐτοῑς συμφερόντων» Αντιφ …   Dictionary of Greek

  • κατήγορος — ο (AM κατήγορος) 1. αυτός που διατυπώνει κατηγορία, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη υποβάλλοντας στις δικαστικές αρχές μήνυση εναντίον τού δράστη, ο μηνυτής, ο ενάγων (α. «οι συκοφαντίες τού κατηγόρου μου έπεσαν στο κενό» β. «φησὶ δὲ ὁ κατήγορος …   Dictionary of Greek

  • κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατακριτής — κατακριτής, ὁ (Μ) [κατακρίνω] αυτός που κατακρίνει …   Dictionary of Greek

  • μωμεπιρρίπτης — μωμεπιρρίπτης, ὁ (Μ) αυτός που επιρρίπτει κατηγορία εναντίον κάποιου, που κατακρίνει, αποδοκιμάζει ή και επιπλήττει κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + ἐπιρρίπτω] …   Dictionary of Greek

  • μωμητικός — μωμητικός, ή, όν (Α) [μωμητής] αυτός που κατακρίνει, που ψέγει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”